- Απουλία
- (Puglia). Διοικητικό διαμέρισμα (19.347 τ. χλμ., 3.983.487 κάτ. το 2001) της Ιταλίας, της oποίας καταλαμβάνει το νοτιότατο άκρο, με πρωτεύουσα το Μπάρι. (312.200 κάτ.). Στα Ν και ΝΑ βρέχεται από το Ιόνιο πέλαγος και συνορεύει στα ΒΔ με την Αβρούζια και τη Μολίζε και στα Δ με την Καμπανία και τη Βασιλικάτα.
Το έδαφός της, χωρίς μεγάλα βουνά (υψηλότερο το Μόντι Κορνάλια, 1.454 μ.), είναι τραχύ εξαιτίας των αραιών βροχοπτώσεων και της απουσίας υδάτινων ρευμάτων. Από γεωμορφολογική άποψη κυριαρχούν μικρές πεδιάδες και χαμηλά οροπέδια με απότομες πλαγιές, συχνά εύφορες, όπου η καλλιέργεια γίνεται με αναβαθμίδες. Σε αυτή τη γεωμορφολογική διάρθρωση και στις λίγες βροχοπτώσεις οφείλεται και η έλλειψη σημαντικού επιφανειακού υδρογραφικού δικτύου. Αντίθετα, λόγω της παρουσίας πολλών καρστικών φαινομένων, είναι πλούσιο το υπόγειο υδρογραφικό δίκτυο της περιοχής.
Κύριο χαρακτηριστικό της περιοχής είναι η ανάπτυξη των καλλιεργειών αμπέλου, ελιάς και αμυγδαλιάς. Η κτηνοτροφία περιορίζεται στην εκτροφή αιγοπροβάτων, ενώ στον τομέα της αλιείας σημαντική ανάπτυξη παρουσιάζει η μυτιλοκαλλιέργεια (μύδια). Ανεπτυγμένη είναι και η βιομηχανία επεξεργασίας αγροτικών προϊόντων και τροφίμων (λάδι, σαπούνι, κρασιά, οινοπνευματώδη, ζυμαρικά, άλευρα, κυτταρίνη)· διαθέτει επίσης πετρελαιοχημικές βιομηχανίες (Μπρίντιζι), βιομηχανίες τσιμέντου και σιδηρουργικές (Τάραντας) και διυλιστήρια πετρελαίου.
Σπουδαιότερες πόλεις της Α., εκτός από την πρωτεύουσα Μπάρι, είναι ο Τάραντας, η Φότζα, το Μπρίντιζι και οι μικρότερες Μπαρλέτα, Λέτσε, Γκαλίπολι κ.ά.
Τέχνη. Ο άνθρωπος εμφανίζεται στην Α. κατά τη νεότερη παλαιολιθική εποχή, όπως μαρτυρούν τα πολυάριθμα αμυγδαλοειδή εργαλεία της ζώνης του όρους Γκαργκάνο και τα ανθρωποζωικά υπολείμματα του σπηλαίου Ρομανέλι, μέσα στο οποίο βρέθηκαν δείγματα εργοτεχνίας. Κατά τη νεολιθική και τη χαλκολιθική εποχή, η Α. φτάνει σε αξιόλογο καλλιτεχνικό επίπεδο και παράγει αντικείμενα από πυριτόλιθο και οψιδιανό, και προπαντός τον τύπο των γραπτών πήλινων αγγείων που ονομάζεται απουλιανός-ματερανός.
Στην εποχή του χαλκού οι πολιτιστικοί ορίζοντες της περιοχής διευρύνονται. Οι κάτοικοι έρχονται σε επαφή με τον πολιτισμό των Απενίνων απ’ όπου αντλούν και αφομοιώνουν τις νέες αρχιτεκτονικές εμπειρίες των μεγαλιθικών μνημείων (ντόλμεν, μενίρ). Τα έργα αυτά χαρακτηρίζουν την τέχνη του τόπου έως τον 8o αι. π.Χ., οπότε εμφανίζεται μια εξελιγμένη κεραμική με πρωτότυπα σχήματα αγγείων και γεωμετρικές διακοσμήσεις.
Από τα αρχαιότερα μνημεία της ιστορικής εποχής, τα πιο σημαντικά είναι οι οχυρώσεις ορισμένων μεσαπικών κέντρων, όπως τα τείχη της Μαντούρια, που το παλαιότερο τμήμα τους χρονολογείται τον 5o αι. π.Χ., και του Λέτσε τον 4o-3ο αι. π.Χ. Αλλά και οι περίφημοι τρούλοι της Α. είχαν χαρακτηριστεί αυθεντικά μεγαλιθικά μνημεία, ενώ στην πραγματικότητα είναι μεταγενέστερες πρωτόγονες μονώροφες κατοικίες, στεγασμένες με κωνικούς μικρούς τρούλους, και βρίσκονται συγκεντρωμένες στο Αλμπερομπέλο (περισσότερες από χίλιες), στο Πουντινιάνο και στη Μαρτίνα Φράνκα.
Από τα τέλη του 5ου έως τις αρχές του 3ου αι. π.Χ. τα αποκαλούμενα ιταλιωτικά αγγεία της Α., στενά συνδεδεμένα με την τεχνική των αττικών ερυθρόμορφων αγγείων, αποτελούν πολύτιμα τεκμήρια για τη ζωγραφική της εποχής. Οι ρωμαϊκοί χρόνοι αντιπροσωπεύονται κυρίως στην αρχιτεκτονική της Α. με τη γέφυρα της Κανόζα, το υδραγωγείο του Μποβίνο, τα αμφιθέατρα του Λέτσε, της Λουτσέρα και της Κανόζα, ενώ o γνωστός Κολοσσός της Μπαρλέτα, άγαλμα ίσως του αυτοκράτορα Μαρκιανού (450-457), είναι χαρακτηριστική έκφραση πλαστικής της ύστερης αρχαιότητας και περιήλθε στην πόλη στις αρχές του 13ου αι., όταν ναυάγησε το ενετικό πλοίο που το μετέφερε από την Κωνσταντινούπολη. Σπάνια και μικρής αξίας είναι τα δείγματα της τέχνης του Μεσαίωνα. Εξαίρεση αποτελούν τα γλυπτά κιονόκρανα και τα θωράκια της κρύπτης στη μητρόπολη του Τάραντα, καθώς και τα ψηφιδωτά του τρούλου και του ιερού στο παρεκκλήσι του Καζαρανέλο (5ος αι.).
Στον 10o αι. ανήκουν οι αρχαιότερες από τις πολυάριθμες τοιχογραφικές διακοσμήσεις στα λαξευμένα στους βράχους κελιά, στα παρεκκλήσια και στους ναούς των ορθόδοξων βασιλειανών μοναχών. Τα έργα αυτά έχουν αναλογίες στην τεχνοτροπία με τις τοιχογραφίες των μονολιθικών εκκλησιών της Μικράς Ασίας.
Το κυριότερο μνημείο της ρομανικής απουλιανής τέχνης είναι η βασιλική του Αγίου Νικόλαου στο Μπάρι, έργο πρωτότυπο στο σύνολό του, με γραμμές απλές και αυστηρές παρά τις ευδιάκριτες λομβαρδικές επιδράσεις. Πολλές άλλες εκκλησίες της περιοχής έχουν αντλήσει από τη βασιλική αυτή την έμπνευσή τους, όπως οι μητροπόλεις του Τράνι (τέλη 11ου αι.), του Μπάρι (12ος αι.), του Μπιτόντο (12ος αι.) και του Ρούβο (αρχές 13ου αι.), αρχιτεκτονήματος με ιδιότυπη πρόσοψη, ενώ η Παναγία του Σιπόντο και η μητρόπολη της Τρόια (που άρχισε το 1093) έχουν επηρεαστεί από τη ρομανική τέχνη της Πίζας.
Στη γλυπτική, παράλληλα με τις βυζαντινές, αναγνωρίζονται και μουσουλμανικές επιρροές, ιδιαίτερα αισθητές στον επισκοπικό θρόνο της μητρόπολης της Κανόζα (περ. 1080). Αξιόλογες είναι και ορισμένες χάλκινες θύρες του 11ου και 12ου αι., όπως η δίφυλλη στον ναό του Αρχάγγελου Μιχαήλ στο Μόντε Σαντ’ Άντζελο που διακοσμείται με θαυμάσιες ανάγλυφες παραστάσεις, η θύρα του μαυσωλείου του Βοημόνδου (1111) στην Κανόζα και του μητροπολιτικού ναού της Τρόια (1127), όπου τα βυζαντινά μοτίβα αναμειγνύονται με δυτικά, και η θύρα του καθεδρικού ναού του Τράνι (1175), έργο του Μπαριζάνο ντα Τράνι. Πρέπει επίσης να αναφερθούν δύο άλλα σημαντικά έργα της ίδιας περιόδου· οι μικρογραφίες του ειληταρίου Exultet της μητρόπολης του Μπάρι (11ος αι.) και το λαμπρό δάπεδο του καθεδρικού ναού του Τάραντα, έργο του Πανταλεόνε (1163-66).
Η ζωγραφική παραμένει προσηλωμένη στους βυζαντινούς τρόπους μέχρι το τέλος του 14ου αι. Μόνο κατά τον επόμενο αιώνα παρατηρούνται επιδράσεις της τοσκανικής τέχνης του 14ου αι. (τοιχογραφίες της Αγίας Αικατερίνης στην Γκαλατίνα).
Η μπαρόκ αρχιτεκτονική της Α. διακρίνεται για την πρωτοτυπία και το εκπληκτικό ποιοτικό της επίπεδο. Είναι αποτέλεσμα συνεργασίας αρχιτεκτόνων και ικανότατων τεχνιτών στη λάξευση μιας μαλακής και φωτεινής πέτρας. Τα αντιπροσωπευτικότερα μνημεία βρίσκονται στο Λέτσε, την αποκαλούμενη Φλωρεντία του μπαρόκ, και είναι η εκκλησία Σάντα Κρότσε (τέλη 17ου αι.), όπου εργάστηκαν ο Μπέλι Ριτσιάρντι, ο Φραντζέσκο Αντόνιο Τζιμπάλο και ίσως ο Τζουζέπε Τζιμπάλο, η μητρόπολη (1670-82), έργο του Τζουζέπε Τζιμπάλο, και η ιερατική σχολή (1694-1709) του Τζουζέπε Τσίνο. Με το μπαρόκ του Λέτσε κλείνει ουσιαστικά η ιστορία της τέχνης της Α.
Ιστορία. Η Α., που στους ιστορικούς χρόνους κατοικήθηκε από Ιλλυριούς, ήταν περιοχή όπου άνθησαν ελληνικές αποικίες (ο Τάραντας ήταν μία από τις σπουδαιότερες δωρικές αποικίες). Μετά τη ρωμαϊκή κατάκτηση (κατάκτηση του Τάραντα, 272 π.Χ.) η Α. έφτασε στους αυτοκρατορικούς χρόνους σε αξιόλογη οικονομική άνθηση εξαιτίας και της πλεονεκτικής γεωγραφικής της θέσης, που την κατέστησε κέντρο των εμπορικών οδών της Ανατολής. Μετά την πτώση της αυτοκρατορίας, δοκίμασε πολυάριθμες λεηλασίες από Λογγοβάρδους και Φράγκους. Την εποχή της βυζαντινής κυριαρχίας, ο Μέλης, με τη βοήθεια των Νορμανδών γειτόνων, οργάνωσε επανάσταση που οδήγησε στη νορμανδική κατάκτηση. Στην αρχή της νορμανδικής κυριαρχίας, η Α. έγινε κομητεία (1042) υπό τον Γουλιέλμο Μπράτσο Ντι Φέρο και ύστερα δουκάτο υπό τον Ροβέρτο Γοϊσκάρδο. Την εποχή του Ρογήρου ενώθηκε με το βασίλειο της Σικελίας και από τότε ακολούθησε την ίδια πορεία με αυτό.
Η πρόσοψη του ρομαντικού καθεδρικού ναού του Μπιτόντο (12ος αι.), στην Απουλία (φωτ. Tomsich).
Αμπελοκαλλιέργεια στο Μπελμόντε, βόρεια του Τάραντα.
Εγκαταστάσεις πετρελαιοχημικής βιομηχανίας στο Μπρίντιζι, μία από τις σπουδαιότερες πόλεις της Απουλίας.
Μεσαπική «τροτσέλα» της περιοχής της Απουλίας (Μουσείο του Λέτσε, Ιταλία).
Dictionary of Greek. 2013.